- προσταλαιπωρήσατ'
- προσταλαιπωρήσατε , προσταλαιπωρέωhold outaor imperat act 2nd plπροσταλαιπωρήσατε , προσταλαιπωρέωhold outaor imperat act 2nd plπροσταλαιπωρήσατο , προσταλαιπωρέωhold outaor ind mid 3rd sg (homeric ionic)προσταλαιπωρήσατο , προσταλαιπωρέωhold outaor ind mid 3rd sg (homeric ionic)προσταλαιπωρήσατε , προσταλαιπωρέωhold outaor ind act 2nd pl (homeric ionic)προσταλαιπωρήσατε , προσταλαιπωρέωhold outaor ind act 2nd pl (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.